песчаный: Difference between revisions
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀμαθῶδες]], [[ἀμαθώδης]], [[ἄμμινος]], [[ἀμμόγειος]], [[ἀμμοφανής]], [[ἀμμόχωστος]], [[ἀμμῶδες]], [[ἀμμώδης]], [[ἀσώδης]], [[δίαμμος]], [[εὐψάμαθος]], [[ἔφαμμος]], [[ἠμαθόεις]], [[θινῶδες]], [[θινώδης]], [[κόνιος]], [[πολύαμμος]], [[πολυψάμαθος]], [[πολύψαμμος]], [[ὑπόψαμμος]], [[ὕφαμμος]], [[ψαμαθηΐς]], [[ψαμαθῶδες]], [[ψαμαθώδης]], [[ψαμμαῖος]], [[ψάμμινος]], [[ψάμμιος]], [[ψαμμίς]], [[ψαμμίτης]], [[ψαμμόγεως]], [[ψαμμοειδής]], [[ψαμμῶδες]], [[ψαμμώδης]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:15, 8 October 2021
Russian > Greek
ἀμαθῶδες, ἀμαθώδης, ἄμμινος, ἀμμόγειος, ἀμμοφανής, ἀμμόχωστος, ἀμμῶδες, ἀμμώδης, ἀσώδης, δίαμμος, εὐψάμαθος, ἔφαμμος, ἠμαθόεις, θινῶδες, θινώδης, κόνιος, πολύαμμος, πολυψάμαθος, πολύψαμμος, ὑπόψαμμος, ὕφαμμος, ψαμαθηΐς, ψαμαθῶδες, ψαμαθώδης, ψαμμαῖος, ψάμμινος, ψάμμιος, ψαμμίς, ψαμμίτης, ψαμμόγεως, ψαμμοειδής, ψαμμῶδες, ψαμμώδης