опираться: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἰσχυρίζομαι]], [[ἀποστηρίζομαι]], [[ἐπιβατεύω]], [[διϊσχυρίζομαι]], [[προσεξερείδομαι]], [[ἀντέχω]], [[ἐπιστηρίζομαι]], [[προσαπερείδομαι]], [[διερείδω]], [[ἐπαναπαύομαι]], [[προσανακλίνομαι]], [[ | |rueltext=[[ἐπικλίνω]], [[ἐπικύπτω]], [[ἐρείδω]], [[ἰσχυρίζομαι]], [[ἀποστηρίζομαι]], [[ἐπιβατεύω]], [[διϊσχυρίζομαι]], [[προσεξερείδομαι]], [[ἀντέχω]], [[ἐπιστηρίζομαι]], [[προσαπερείδομαι]], [[διερείδω]], [[ἐπαναπαύομαι]], [[προσανακλίνομαι]], [[ἀπερείδω]], [[σκηρίπτομαι]], [[συνερείδω]], [[ἐπερείδω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπικλίνω, ἐπικύπτω, ἐρείδω, ἰσχυρίζομαι, ἀποστηρίζομαι, ἐπιβατεύω, διϊσχυρίζομαι, προσεξερείδομαι, ἀντέχω, ἐπιστηρίζομαι, προσαπερείδομαι, διερείδω, ἐπαναπαύομαι, προσανακλίνομαι, ἀπερείδω, σκηρίπτομαι, συνερείδω, ἐπερείδω