προσαπερείδομαι

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαπερείδομαι Medium diacritics: προσαπερείδομαι Low diacritics: προσαπερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosapereídomai Transliteration B: prosapereidomai Transliteration C: prosapereidomai Beta Code: prosaperei/domai

English (LSJ)

Pass., press forcibly against, πρός τι Arist.Pr. 937b36; lean on, αἱ ἐγκλιτικαὶ -ηρεισμέναι προκειμένῳ μορίῳ A.D. Synt.131.9: metaph., rely mainly upon, ἐπὶ τὰς συνθήκας Plb.3.21.3.

German (Pape)

[Seite 751] sich worauf stützen, lehnen, τινί, übertr., beim Disputiren sich bes. auf Etwas stützen, um seinen Satz zu behaupten, Pol. 3, 21, 3, ἐπί τι.

French (Bailly abrégé)

1 s'appuyer sur en parl. d'enclitiques τινι;
2 insister sur.
Étymologie: πρός, ἀπερείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσαπερείδομαι: опираться (πρός τι Arst.; перен. ἐπὶ τὰς συνθήκος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαπερείδομαι: Παθ., ἐρείδομαι πρός τι πιέζων αὐτὸ ἰσχυρῶς, προσαπερείδεται (ὁ ἀὴρ) πρὸς τὸ ἐντὸς ἀπειλημμένον σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 25. 1· στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ ἐπάνω εἴς τι, αἱ ἐγκλιτικαὶ προσαπειρησμέναι προκειμένῳ τινὶ μορίῳ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 135· ― μεταφορ., ἐπιστηρίζομαι κυρίως ἐπί τινος, ἐπὶ τὰς συνθήκας Πολύβ. 3. 21, 3.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω
μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι
αρχ.
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ
2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπερείδομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι»].

Greek Monotonic

προσαπερείδομαι: Παθ., βασίζομαι κυρίως πάνω σε, σε Πολύβ.

Middle Liddell

Pass. to rely mainly upon, Polyb.