пышно: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[πλουσίως]] ;; [[τραγικῶς]] ;; [[μεγαλοπρεπῶς]] ;; [[μεγαλοπρεπέως]] ;; [[ἀγαυρῶς]] ;; [[μεγάλως]] ;; [[σεμνῶς]] ;; [[προστατικῶς]] ;; [[πανηγυρικῶς]] ;; [[ὀγκηρῶς]] ;; [[ἐπισήμως]] ;; [[σοβαρῶς]] ;; [[μεγαλωστί]] ;; [[περισσῶς]] ;; [[ὑπερηφάνως]]
|rueltext=[[πλουσίως]], [[τραγικῶς]], [[μεγαλοπρεπῶς]], [[μεγαλοπρεπέως]], [[ἀγαυρῶς]], [[μεγάλως]], [[σεμνῶς]], [[προστατικῶς]], [[πανηγυρικῶς]], [[ὀγκηρῶς]], [[ἐπισήμως]], [[σοβαρῶς]], [[μεγαλωστί]], [[περισσῶς]], [[ὑπερηφάνως]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 18 October 2019