διουρητικός: Difference between revisions
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diouritikos | |Transliteration C=diouritikos | ||
|Beta Code=diourhtiko/s | |Beta Code=diourhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=διουρητική, διουρητικόν, [[diuretic]], Id.''Acut.''50, Diocl.Fr.112, Aret.''CA''1.1, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[diurético]] de comidas, bebidas y medicamentos (οἶνος) Hp.<i>Acut</i>.50, Thphr.<i>HP</i> 9.10.3, Erasistr.158, Gal.5.772, Ath.33d, prob. en <i>Graff.Dip</i>.Hd.21 (IV/V d.C.), σίκυος πέπων Hp.<i>Aff</i>.57, τὰ κεράσια Diph.Siph. en Ath.51b, φάρμακα Hp.<i>Aff</i>.20, <i>Loc.Hom</i>.28, Gal.10.801, ἀποζέματα Pall.<i>in Hp</i>.2.18, ἐγχυματισμοί <i>Hippiatr</i>.103.11, cf. Sor.47.25, Diocl.<i>Fr</i>.112, Gal.6.643, Aret.<i>CA</i> 1.1.7, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.53, Porph.<i>ad Il</i>.168.5, Cass.Fel.44, Aët.1.4, 221, <i>Hippiatr</i>.30.2, Eust.872.37, (ἀσφοδέλου) αἱ ῥίζαι δύναμιν ἔχουσιν διουρητικήν Crateuas <i>Fr</i>.5, cf. 7, Dsc.1.4.2, (ὁ ἐχῖνος) ἔχει [[γάρ]] τι ... δ. Alex.Trall.1.543.26<br /><b class="num">•</b>subst. διουρητικόν [[remedio diurético]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.34, <i>Aff</i>.32, <i>Loc.Hom</i>.47, Archig.18.24B., Paul.Aeg.1.47, Steph.<i>in Gal</i>.295. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διουρητικός''': -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392. | |lstext='''διουρητικός''': -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διουρητικός]], -ή, -όν) [[διουρώ]]<br />(για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την [[ούρηση]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διουρητικός]], -ή, -όν) [[διουρώ]]<br />(για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την [[ούρηση]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>den Urin [[befördernd]]</i>, φάρμακα, Medic. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
διουρητική, διουρητικόν, diuretic, Id.Acut.50, Diocl.Fr.112, Aret.CA1.1, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
diurético de comidas, bebidas y medicamentos (οἶνος) Hp.Acut.50, Thphr.HP 9.10.3, Erasistr.158, Gal.5.772, Ath.33d, prob. en Graff.Dip.Hd.21 (IV/V d.C.), σίκυος πέπων Hp.Aff.57, τὰ κεράσια Diph.Siph. en Ath.51b, φάρμακα Hp.Aff.20, Loc.Hom.28, Gal.10.801, ἀποζέματα Pall.in Hp.2.18, ἐγχυματισμοί Hippiatr.103.11, cf. Sor.47.25, Diocl.Fr.112, Gal.6.643, Aret.CA 1.1.7, Alex.Aphr.Pr.1.53, Porph.ad Il.168.5, Cass.Fel.44, Aët.1.4, 221, Hippiatr.30.2, Eust.872.37, (ἀσφοδέλου) αἱ ῥίζαι δύναμιν ἔχουσιν διουρητικήν Crateuas Fr.5, cf. 7, Dsc.1.4.2, (ὁ ἐχῖνος) ἔχει γάρ τι ... δ. Alex.Trall.1.543.26
•subst. διουρητικόν remedio diurético Hp.Nat.Mul.34, Aff.32, Loc.Hom.47, Archig.18.24B., Paul.Aeg.1.47, Steph.in Gal.295.
Greek (Liddell-Scott)
διουρητικός: -ή, -όν, ὁ κινῶν, διευκολύνων τὰ οὖρα, Ἱππ. Ὀξ. 392.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διουρητικός, -ή, -όν) διουρώ
(για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση.
German (Pape)
ή, όν, den Urin befördernd, φάρμακα, Medic.