Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκώνειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikoneios
|Transliteration C=mikoneios
|Beta Code=mhkw/neios
|Beta Code=mhkw/neios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flavoured with opium</b>, ἄρτοι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>44</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> μηκών-ειον, τό, [[opium]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.81</span>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>434</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> v. [[μηκώνιον]].</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[flavoured with opium]], ἄρτοι Philostr.''Gym.''44.<br><span class="bld">II</span> μηκών-ειον, τό, [[opium]], S.E.''P.''1.81, Sch.Nic.''Al.''434.<br><span class="bld">2</span> v. [[μηκώνιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μηκώνειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μηκώνειον]]<br />α) το όπιο<br />β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα [[πρώτα]] [[κόπρανα]] του εμβρύου και του νεογεννήτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήκων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κάπνειος]], [[σύκειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκώνειος Medium diacritics: μηκώνειος Low diacritics: μηκώνειος Capitals: ΜΗΚΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: mēkṓneios Transliteration B: mēkōneios Transliteration C: mikoneios Beta Code: mhkw/neios

English (LSJ)

α, ον,
A flavoured with opium, ἄρτοι Philostr.Gym.44.
II μηκών-ειον, τό, opium, S.E.P.1.81, Sch.Nic.Al.434.
2 v. μηκώνιον.

Greek Monolingual

μηκώνειος, -εία, -ον (Α)
1. ο αρωματισμένος με χυμό μήκωνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηκώνειον
α) το όπιο
β) η καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα του εμβρύου και του νεογεννήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].