τελεστός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=telestos
|Transliteration C=telestos
|Beta Code=telesto/s
|Beta Code=telesto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fulfilled]], <b class="b3">ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν</b> dub. in <span class="title">IG</span>22.4548.</span>
|Definition=τελεστή, τελεστόν, [[fulfilled]], <b class="b3">ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν</b> dub. in ''IG''22.4548.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. <i>ἀτέλεσ</i>-<i>τος</i>, <i>ὀψιτέλεσ</i>-<i>τος</i>. Η [[μαρτυρία]] του απλού <i>τελεσ</i>-<i>τός</i> [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. <i>ἀτέλεσ</i>-<i>τος</i>, <i>ὀψιτέλεσ</i>-<i>τος</i>. Η [[μαρτυρία]] του απλού <i>τελεσ</i>-<i>τός</i> [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[τελέω]], <i>[[vollendet]], [[eingeweiht]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστός Medium diacritics: τελεστός Low diacritics: τελεστός Capitals: ΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: telestós Transliteration B: telestos Transliteration C: telestos Beta Code: telesto/s

English (LSJ)

τελεστή, τελεστόν, fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].

German (Pape)

adj. verb. von τελέω, vollendet, eingeweiht, Sp.