φωνητός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fonitos | |Transliteration C=fonitos | ||
|Beta Code=fwnhto/s | |Beta Code=fwnhto/s | ||
|Definition= | |Definition=φωνητή, φωνητόν,<br><span class="bld">A</span> to [[be spoken]], ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός ''AP''6.210 (Philet.).<br><span class="bld">II</span> [[utterable]], <b class="b3">τὸ ἔσχατον φ.</b>, opp. <b class="b3">τὸ πρῶτον ἀκουστόν</b>, Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut dire]].<br />'''Étymologie:''' [[φωνέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φωνητός:''' [adj. verb. к [[φωνέω]] выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνητός''': -ή, -όν, [[λεκτός]], ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210. | |lstext='''φωνητός''': -ή, -όν, [[λεκτός]], ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φωνητός:''' -ή, -όν ([[φωνέω]]), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ. | |lsmtext='''φωνητός:''' -ή, -όν ([[φωνέω]]), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φωνητός]], ή, όν [[φωνέω]]<br />to be [[spoken]], Anth. | |mdlsjtxt=[[φωνητός]], ή, όν [[φωνέω]]<br />to be [[spoken]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
φωνητή, φωνητόν,
A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.).
II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut dire.
Étymologie: φωνέω.
Russian (Dvoretsky)
φωνητός: [adj. verb. к φωνέω выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.