ἐναποσκηπτικός: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enaposkiptikos | |Transliteration C=enaposkiptikos | ||
|Beta Code=e)naposkhptiko/s | |Beta Code=e)naposkhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐναποσκηπτική, ἐναποσκηπτικόν, [[supervening]], ([[πυρετός]]) Cass.''Pr.''15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />medic. [[que sobreviene]], [[incidente]] de la fiebre op. [[ἀναξηραντικός]] Cass.<i>Pr</i>.15. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναποσκηπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], Κασσ. Προβλ. 15. | |lstext='''ἐναποσκηπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, [[ὁρμητικός]], [[σφοδρός]], Κασσ. Προβλ. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναποσκηπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά. | |mltxt=[[ἐναποσκηπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐναποσκηπτική, ἐναποσκηπτικόν, supervening, (πυρετός) Cass.Pr.15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. que sobreviene, incidente de la fiebre op. ἀναξηραντικός Cass.Pr.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, ὁρμητικός, σφοδρός, Κασσ. Προβλ. 15.
Greek Monolingual
ἐναποσκηπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά.