ῥυσαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rysaleos
|Transliteration C=rysaleos
|Beta Code=r(usale/os
|Beta Code=r(usale/os
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wrinkled]], ὀπώρη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 181</span>.</span>
|Definition=η, ον, [[wrinkled]], ὀπώρη Nic.''Al.'' 181.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α<br />(για παραγινωμένο [[φρούτο]]) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυσός]] / [[ῥυσσός]] «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α<br />(για παραγινωμένο [[φρούτο]]) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυσός]] / [[ῥυσσός]] «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γηραλέος]], [[πειναλέος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσᾰλέος Medium diacritics: ῥυσαλέος Low diacritics: ρυσαλέος Capitals: ΡΥΣΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhysaléos Transliteration B: rhysaleos Transliteration C: rysaleos Beta Code: r(usale/os

English (LSJ)

η, ον, wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.

German (Pape)

[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α
(για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].