δίκρουνος: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikrounos | |Transliteration C=dikrounos | ||
|Beta Code=di/krounos | |Beta Code=di/krounos | ||
|Definition= | |Definition=δίκρουνον, [[with two springs]], <b class="b3">ῥυτὸν δ.</b> a vase [[from which two kinds of wine could be poured]], Damox.1.3; [[δίκρουνον]], τό, Haussoullier ''Milet'' p.199. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. [[μονόκρουνον]] <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de [[Cristo]] en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκρουνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., [[ἀγγεῖον]], ἐξ οὗ δύο εἰδῶν [[οἶνος]] ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1 | |lstext='''δίκρουνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., [[ἀγγεῖον]], ἐξ οὗ δύο εἰδῶν [[οἶνος]] ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1 | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
δίκρουνον, with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δίκρουνον, τό, Haussoullier Milet p.199.
Spanish (DGE)
-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
•subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.
German (Pape)
[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.
Greek (Liddell-Scott)
δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.