δίκερας
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
-ατος, τό, double horn, Callix.2.
Spanish (DGE)
-ατος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
ritón o cornucopia doble como símbolo de los reyes heleníst., adoptado en la divinización de Alejandro, llevado procesionalmente en un trono, Callix.2 (p.175.22)
•utilizado poét. en un brindis a Ptolomeo Filadelfo, Theocl.3, cf. Poll.6.97.
German (Pape)
[Seite 628] ατος, τό, das Doppelhorn; Callixen. bei Ath. V, 202 b; eine Art Becher, Poll 6, 97.
Greek (Liddell-Scott)
δίκερας: -ατος, τό, διπλοῦν κέρας, Καλλίξ. παρ’Ἀθην. 202Β. 2) εἶδος ποτηρίου, «δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν»Πολυδ. ς΄,96.
Greek Monolingual
το (Α δίκερας)
νεοελλ.
είδος ελασματοβράγχιων μαλακίων που έχει εκλείψει
αρχ.
1. διπλό κέρας
2. είδος ποτηριού με δύο κρουνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κέρας «κέρατο»].