δίκρουνος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκρουνος Medium diacritics: δίκρουνος Low diacritics: δίκρουνος Capitals: ΔΙΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: díkrounos Transliteration B: dikrounos Transliteration C: dikrounos Beta Code: di/krounos

English (LSJ)

δίκρουνον, with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δίκρουνον, τό, Haussoullier Milet p.199.

Spanish (DGE)

-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.

German (Pape)

[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.