περιτροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peritrochazo
|Transliteration C=peritrochazo
|Beta Code=peritroxa/zw
|Beta Code=peritroxa/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[περιτρέχω]], <span class="bibl">Apollod.1.9.26</span>; [[walk round]], <span class="bibl">Hippiatr. 33</span>.</span>
|Definition== [[περιτρέχω]], Apollod.1.9.26; [[walk round]], Hippiatr. 33.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό<br /><b>μσν.</b><br />μετακινούμαι στη [[γύρω]] [[περιοχή]] περπατώντας ήρεμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιτρέχω]] («περιτροχάζων τὴν νῆσον», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] «[[τρέχω]] [[γρήγορα]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό<br /><b>μσν.</b><br />μετακινούμαι στη [[γύρω]] [[περιοχή]] περπατώντας ήρεμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιτρέχω]] («περιτροχάζων τὴν νῆσον», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] «[[τρέχω]] [[γρήγορα]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[περιτροχάω]], Philo.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροχάζω Medium diacritics: περιτροχάζω Low diacritics: περιτροχάζω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: peritrocházō Transliteration B: peritrochazō Transliteration C: peritrochazo Beta Code: peritroxa/zw

English (LSJ)

= περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].

German (Pape)

περιτροχάω, Philo.