προσεπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosepilego
|Transliteration C=prosepilego
|Beta Code=prosepile/gw
|Beta Code=prosepile/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">say still further</b>, τοῖς εἰρημένοις <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.21.7</span>; ὅτι <span class="bibl">Plb.21.24.14</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span> p.50</span> O. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., [[pick out]] or [[choose besides]], <span class="bibl">D.S.19.6</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[say still further]], τοῖς εἰρημένοις [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.''Lib.'' p.50 O.<br><span class="bld">II</span> Med., [[pick out]] or [[choose besides]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεπιλέγω:''' [[λέγω]] III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ [[πάντως]] τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾶν ὑπομενοῦσιν, εἰ [[πάντως]] τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elmes
|elrutext='''προσεπιλέγω:''' [[λέγω]] III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.
|esmgtx=[[pronunciar además]] un nombre προσεπίλεγε γʹ τὸ Ἰάω, εἶτα τοῦ θεοῦ ὄνομα τὸ μέγα <b class="b3">pronuncia además tres veces Iao, luego, el nombre del dios, el grande</b> P XII 154
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιλέγω Medium diacritics: προσεπιλέγω Low diacritics: προσεπιλέγω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΛΕΓΩ
Transliteration A: prosepilégō Transliteration B: prosepilegō Transliteration C: prosepilego Beta Code: prosepile/gw

English (LSJ)

A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr. CP 1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O.
II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.

German (Pape)

[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιλέγω: λέγω III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.

Spanish

pronunciar además

Greek Monolingual

ΝΑ ἐπιλέγω
νεοελλ.
(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι
παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾶν ὑπομενοῦσιν, εἰ πάντως τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)
2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).

Léxico de magia

pronunciar además un nombre προσεπίλεγε γʹ τὸ Ἰάω, εἶτα τοῦ θεοῦ ὄνομα τὸ μέγα pronuncia además tres veces Iao, luego, el nombre del dios, el grande P XII 154