πρωτόγαμος: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protogamos | |Transliteration C=protogamos | ||
|Beta Code=prwto/gamos | |Beta Code=prwto/gamos | ||
|Definition= | |Definition=πρωτόγαμον, [[just married]], Orph. ''L.''256. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτόγαμον, just married, Orph. L.256.
German (Pape)
[Seite 804] erst eben od. kürzlich verheirathet, Orph. Lith. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόγᾰμος: -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόγαμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μόλις πριν από λίγο παντρεύτηκε, ο νεόνυμφος
νεοελλ.
αυτός που παντρεύεται για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. κακό-γαμος, πικρό-γαμος].