πεντάμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentamorfos
|Transliteration C=pentamorfos
|Beta Code=penta/morfos
|Beta Code=penta/morfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having five shapes]], of evil, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>pp.71,72</span> D.</span>
|Definition=πεντάμορφον, [[having five shapes]], of evil, Simp. ''in Epict.''pp.71,72 D.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάμορφος Medium diacritics: πεντάμορφος Low diacritics: πεντάμορφος Capitals: ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: pentámorphos Transliteration B: pentamorphos Transliteration C: pentamorfos Beta Code: penta/morfos

English (LSJ)

πεντάμορφον, having five shapes, of evil, Simp. in Epict.pp.71,72 D.

German (Pape)

[Seite 557] fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάμορφος: ἴδε ἐν λ. πεντεμ-.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα
νεοελλ.
1. πολύ όμορφος, πανέμορφος
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη
(λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών λαϊκών παραμυθιών και ποιημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος. Ο νεοελλ. τ. πεντάμορφος «πάρα πολύ όμορφος» < επιτατ. πεντα- + όμορφος].