ἀνεπισήμαντος: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepisimantos | |Transliteration C=anepisimantos | ||
|Beta Code=a)nepish/mantos | |Beta Code=a)nepish/mantos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπισήμαντον,<br><span class="bld">A</span> [[undistinguished]], κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3; [[unrecorded]], [[unnoticed]], <b class="b3">ἀ. τινα</b> or τι παραλιπεῖν Id.11.2.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.59, cf. Phld. ''Sign.''34. Adv. [[ἀνεπισημάντως]] = [[without notice]], Aps.p.259H.<br><span class="bld">II</span> [[without an attack of]] [[ἐπισημασία]] ([[quod vide|q.v.]]), Gal.14.277.<br><span class="bld">III</span> Act., [[not conferring distinction]], <b class="b3">σοφοῖς ἀνδράσι</b> Dariusap.D.L.9.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no marcado por una señal]], [[que no se distingue]] de pers. κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3, de abstr. παραλλαγή Phld.<i>Sign</i>.34.33, fig. τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ παραλιπεῖν ἀνεπισήμαντον no hacer mención de su virtud</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.59, cf. Plb.11.2.1.<br /><b class="num">2</b> medic. [[que no tiene síntomas]] Gal.14.277.<br /><b class="num">3</b> [[que no aprecia]] c. dat. Ἕλληνες ... σοφοῖς ἀνδράσι D.L.9.14.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνεπισημάντως]] = [[en forma irrelevante]] μὴ ἀ. προσβάλῃς Aps.p.259. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπισήμαντος:''' [[необозначенный]], [[без особых примет]], [[не отличающийся]] ([[κατά]] τι [[ἄγνωστος]] καὶ ἀ. Polyb.): ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τινα Polyb. и τι Diod. обойти кого(что)-л. молчанием. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπισήμαντος''': -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν [[ἄλλην]] περιβολὴν [[ἀνεπισήμαντος]] Πολύβ. 5. 81, 3 [[ἀπαρατήρητος]], οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43. | |lstext='''ἀνεπισήμαντος''': -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν [[ἄλλην]] περιβολὴν [[ἀνεπισήμαντος]] Πολύβ. 5. 81, 3 [[ἀπαρατήρητος]], οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπισήμαντος]], -ον (Α)<br />(για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε [[απαρατήρητος]]. | |mltxt=[[ἀνεπισήμαντος]], -ον (Α)<br />(για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε [[απαρατήρητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 27 March 2024
English (LSJ)
ἀνεπισήμαντον,
A undistinguished, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3; unrecorded, unnoticed, ἀ. τινα or τι παραλιπεῖν Id.11.2.1, D.S.11.59, cf. Phld. Sign.34. Adv. ἀνεπισημάντως = without notice, Aps.p.259H.
II without an attack of ἐπισημασία (q.v.), Gal.14.277.
III Act., not conferring distinction, σοφοῖς ἀνδράσι Dariusap.D.L.9.14.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado por una señal, que no se distingue de pers. κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3, de abstr. παραλλαγή Phld.Sign.34.33, fig. τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ παραλιπεῖν ἀνεπισήμαντον no hacer mención de su virtud D.S.11.59, cf. Plb.11.2.1.
2 medic. que no tiene síntomas Gal.14.277.
3 que no aprecia c. dat. Ἕλληνες ... σοφοῖς ἀνδράσι D.L.9.14.
II adv. ἀνεπισημάντως = en forma irrelevante μὴ ἀ. προσβάλῃς Aps.p.259.
German (Pape)
[Seite 225] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπισήμαντος: необозначенный, без особых примет, не отличающийся (κατά τι ἄγνωστος καὶ ἀ. Polyb.): ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τινα Polyb. и τι Diod. обойти кого(что)-л. молчанием.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισήμαντος: -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην περιβολὴν ἀνεπισήμαντος Πολύβ. 5. 81, 3 ἀπαρατήρητος, οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43.
Greek Monolingual
ἀνεπισήμαντος, -ον (Α)
(για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος.