ἐπισημασία

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισημᾰσία Medium diacritics: ἐπισημασία Low diacritics: επισημασία Capitals: ΕΠΙΣΗΜΑΣΙΑ
Transliteration A: episēmasía Transliteration B: episēmasia Transliteration C: episimasia Beta Code: e)pishmasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A marking, notice, ἄξιος ἐπισημασίας Plb.39.1.1; τυχεῖν ἐπισημασίας Id.30.1.2, cf. Phld. Rh.1.12 S., al., etc.; ὑπὸ τοῦ πλήθους ἐπισημασίας εὐνοϊκῆς τυγχάνειν Plb.6.6.8; pl., acclamations, Cic.Att.1.16.11,cf.14.3.2(sg.): in bad sense, ἐπισημασίας ἔτυχεν ὑπὸ τοῦ δαιμονίου κεραυνωθείς D.S.16.83.
II. marking of letters in a cipher, Aen.Tact.31.3.
III. symptom, and hence access of an illness, Gal.7.426, 10.604, Alex.Aphr.Pr.1.130; signs of the seasons, Epicur.Ep.2p.43U., Plb.1.37.4, D.S.1.49, Placit.2.19.1(pl.); indication of weather to be expected, Ptol.Phas.p.11 H.(pl.),al.
2. pl., ἐπισημασίαι = changes in the weather, Stoic.3.184, Gp.7.10.

German (Pape)

[Seite 977] ἡ, 1) das Vorzeichen, Anzeichen, D. Sic. 20, 102 u. öfter. – Bes. von Witterungs- u. Krankheitsvorboten, D. Sic. 1, 50; vom Auf- u. Untergange gewisser Sterne, Pol. 1, 37, 4; Medic. oft. – 2) das Zeichen, bes. des Lobes, Lob, ἄξιος ἐπισημασίας Pol. 40, 6, 1; εὐνοϊκή 6, 6, 8; D. Sic. 4, 8; D. Hal. 8, 72; im schlimmen Sinne, ἐπισημασίας ἔτυχεν ὑπὸ τοῦ δαιμονίου κεραυνωθείς D. Sic. 16, 83; – populi ἐπισ., die Volksstimmung, Cic. Att. 14, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
signe, marque, indication, manifestation.
Étymologie: ἐπισημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισημᾰσία:
1 знак, признак (ἐπισημασίαι αἱ θεριναὶ καὶ αἱ χειμεριναί Plut.);
2 знамение, примета (κατὰ τοὺς ἀστρολόγους Diod.);
3 похвала (ἄξιος ἐπισημασίας Polyb.; ταῖς ἐπισημασίαις συναύξειν τὴν τοῦ θεοῦ τιμήν Diod.);
4 (тж. ἐ. εὐνοϊκή Polyb.) благоволение (τυχεῖν τινος ἐπισημασίας Polyb.);
5 проявление, признаки (sc. τῆς νόσου Plut.);
6 волеизъявление (populi ἐ. Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισημᾰσία: ἡ, σημείωσις, ἔπαινος, ἄξιος ἐπισημασίας Πολύβ. 40. 6, 1· τυχεῖν ἐπισημασίας ὁ αὐτ. 30. 1, 2, Διόδ. 16. 83, κτλ.· ἐπ. εὐνοϊκὴ Πολύβ. 6. 6, 8· ἐν τῷ πληθ., ἐπευφημίαι, Κικ. π. Ἀττ. 1. 16, πρβλ. 14. 3· ἐπὶ κακῆς σημασίας, Διόδ. 16. 83. ΙΙ. σημεῖον, σύμπτωμα, προσβολὴ νόσου, παροξυσμός, Γαλην.: - ἐπὶ τῶν ἀστέρων ὡς σημείων τοῦ καιροῦ, Πολύβ. 1. 37, 4, Διόδ. 1. 49, Πλούτ. 889Ε. ΙΙΙ. ψῆφος τοῦ λαοῦ, ἐπισ. Κικ. π. Ἀττ. 14. 3, 2.

Greek Monolingual

ἐπισημασία, ἡ (AM) επισημαίνω
μσν.
ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα
αρχ.
1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῖν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.)
2. στον πληθ. επευφημίες
3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας («ἐπισημασίας ἔτυχεν ὑπὸ τοῦ δαιμονίου κεραυνωθείς», Διόδ. Σικ.)
4. η υποδήλωση γραμμάτων σε κρυπτογραφημένο κείμενο
5. (για αρρώστια) σύμπτωμα, αρχή αρρώστιας
6. ένδειξη καιρικής μεταβολής
7. στον πληθ. αλλαγή, μεταβολή καιρού.

Translations

symptom

Asturian: síntoma; Belarusian: сімптом; Bulgarian: симптом; Catalan: símptoma; Chinese Mandarin: 症狀, 症状, 病徵, 病征, 病象, 病狀, 病状, 症候; Danish: symptom; Dutch: symptoom; Esperanto: simptomo; Finnish: oire; French: symptôme; German: Symptom; Ancient Greek: τέκμαρ, σύμπτωμα, σημεῖον, τεκμήριον, συμβόλαιον, σύμβολον, ἐπισημασία, ὑπόφασις; Hebrew: תַסְמִין‎, סִימְפּטוֹם‎; Hungarian: tünet; Ingrian: tauvvinoire; Italian: sintomo; Japanese: 症状, 症候; Kazakh: әйгіленіс, симптом; Korean: 증상(症狀); Latvian: simptoms; Malay: gejala; Maori: tohumate, putanga, tohu māuiui; Niuean: fakamailoga; Norwegian Bokmål: symptom; Nynorsk: symptom; Polish: objaw inan, symptom inan; Portuguese: sintoma; Romanian: simptom; Russian: симптом; Spanish: síntoma; Swedish: symtom, symptom; Tagalog: tandang-sakit, pangitain; Thai: อาการ; Ukrainian: симптом inan; Vietnamese: chứng trạng; Welsh: amlygiad