τρίσχιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trischistos | |Transliteration C=trischistos | ||
|Beta Code=tri/sxistos | |Beta Code=tri/sxistos | ||
|Definition= | |Definition=τρίσχιστον, [[cloven in three]], Sch.Nic.''Al.''347, ''An.Ox.''2.307:—τρι-σχίστη, ἡ, ''Glossaria'' on [[Αἰγυπτία στυπτηρία]], Gal.19.71. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος στα [[τρία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τρισχίστη]]<br />(στην Αίγυπτο) η [[στυπτηρία]], το [[μονοπώλιο]] τών στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), | |mltxt=-ίστη, -ον, Α<br /><b>1.</b> σχισμένος στα [[τρία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τρισχίστη]]<br />(στην Αίγυπτο) η [[στυπτηρία]], το [[μονοπώλιο]] τών στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]]), [[πρβλ]]. [[τετράσχιστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίσχιστον, cloven in three, Sch.Nic.Al.347, An.Ox.2.307:—τρι-σχίστη, ἡ, Glossaria on Αἰγυπτία στυπτηρία, Gal.19.71.
German (Pape)
[Seite 1148] dreifach gespalten, Schol. Nic. Alex. 346.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσχιστος: -ον, ἐσχισμένος εἰς τρία, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 346· - τρισχίστη, ἡ, = Αἰγυπτία στυπτηρία, Ἐρωτιαν.
Greek Monolingual
-ίστη, -ον, Α
1. σχισμένος στα τρία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρισχίστη
(στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετράσχιστος].