ὀλιγοδάπανος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligodapanos
|Transliteration C=oligodapanos
|Beta Code=o)ligoda/panos
|Beta Code=o)ligoda/panos
|Definition=[δᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consuming]] or [[spending little]], Suid. s.v. [[εὐτελής]].</span>
|Definition=[δᾰ], ον, [[consuming]] or [[spending little]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[εὐτελής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[δάπανος]].
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], [[πρβλ]]. [[πολυδάπανος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 24 August 2022

English (LSJ)

[δᾰ], ον, consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυδάπανος.