ἀλεκτόρειος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alektoreios | |Transliteration C=alektoreios | ||
|Beta Code=a)lekto/reios | |Beta Code=a)lekto/reios | ||
|Definition= | |Definition=ἀλεκτόρειον, ([[ἀλέκτωρ]]) [[of a fowl]], κόπρος Aët.2.118. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de gallina]] ᾠά Synes.<i>Ep</i>.4.165<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἀλεκτορεία (<i>[[sc.]]</i> λίθος) [[piedra de las gallinas]] la que se encuentra en las mollejas, Plin.<i>HN</i> 37.144, Isid.<i>Etym</i>.16.13.8.<br /><b class="num">2</b> medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante</i> Garg.Mart.30. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεκτόρειος''': ον ([[ἀλέκτωρ]]) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D. | |lstext='''ἀλεκτόρειος''': ον ([[ἀλέκτωρ]]) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλεκτόρειος]], -ον (ΑΜ) [[ἀλέκτωρ]]<br />αυτός που ανήκει σε κόκορα ή [[κότα]] ή προέρχεται από αυτά. | |mltxt=[[ἀλεκτόρειος]], -ον (ΑΜ) [[ἀλέκτωρ]]<br />αυτός που ανήκει σε κόκορα ή [[κότα]] ή προέρχεται από αυτά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλεκτόρειον, (ἀλέκτωρ) of a fowl, κόπρος Aët.2.118.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de gallina ᾠά Synes.Ep.4.165
•subst. ἡ ἀλεκτορεία (sc. λίθος) piedra de las gallinas la que se encuentra en las mollejas, Plin.HN 37.144, Isid.Etym.16.13.8.
2 medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante Garg.Mart.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτόρειος: ον (ἀλέκτωρ) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.
Greek Monolingual
ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωρ
αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.