μονόγονος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monogonos
|Transliteration C=monogonos
|Beta Code=mono/gonos
|Beta Code=mono/gonos
|Definition=Ep. μουνό-, η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[only-born]], <b class="b3">κούρη μουνογόνη</b>, of Persephone, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.489</span> codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ <span class="title">IG</span>9(2).305 (Tricca, ii B. C.); <b class="b3">μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει</b>] <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.634 (Sardes, i B. C.).</span>
|Definition=Ep. [[μουνόγονος]], η, ον, [[only-born]], <b class="b3">κούρη μουνογόνη</b>, of Persephone, Opp.''H.''3.489 codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ ''IG''9(2).305 (Tricca, ii B. C.); <b class="b3">μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει]</b> ''Supp.Epigr.''4.634 (Sardes, i B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόγονος Medium diacritics: μονόγονος Low diacritics: μονόγονος Capitals: ΜΟΝΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: monógonos Transliteration B: monogonos Transliteration C: monogonos Beta Code: mono/gonos

English (LSJ)

Ep. μουνόγονος, η, ον, only-born, κούρη μουνογόνη, of Persephone, Opp.H.3.489 codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ IG9(2).305 (Tricca, ii B. C.); μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει] Supp.Epigr.4.634 (Sardes, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 202] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, κούρη μουνογόνη. Vgl. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγονος: Ἐπικ. μουν-, η, ον, μονογενής, κούρη μουνογόνη, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ὀππ. Ἁλ. 3. 489· Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ussing σ. 1.

Greek Monolingual

μονόγονος και επικ. τ. μουνόγονος, -η, -ον (Α)
1. μονογενής, μοναχοπαίδι
2. προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνος.