κατάκλησις: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataklisis
|Transliteration C=kataklisis
|Beta Code=kata/klhsis
|Beta Code=kata/klhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[summoning by name]], <span class="bibl">Ph.2.388</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">summoning of the whole body of citizens, incl. rural population</b>, <b class="b3">πρὸς ἐπίσκεψιν μείζονα τῶν πραγμάτων</b>, opp. [[ἐκκλησία]], <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.47</span> V. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[invocation]] of the gods, <span class="bibl">Ph.2.342</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.2.7</span>, <span class="bibl">Poll.1.29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[recalling]], <span class="bibl">D.S. 13</span>Arg. (nisi leg. [[μετάκλησις]]) <b class="b3">; </b> [<b class="b3">τῆς θεοῦ</b>] κ. <span class="title">CIG</span>6850A.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[summoning by name]], Ph.2.388.<br><span class="bld">2</span> [[summoning of the whole body of citizens]], incl. [[rural]] [[population]], <b class="b3">πρὸς ἐπίσκεψιν μείζονα τῶν πραγμάτων</b>, opp. [[ἐκκλησία]], Ammon.''Diff.''p.47 V.<br><span class="bld">3</span> [[invocation]] of the gods, Ph.2.342, Arr.''An.''5.2.7, Poll.1.29.<br><span class="bld">II</span> [[recalling]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 13Arg. ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[μετάκλησις]]); ἡ [τῆς θεοῦ] κ. ''CIG''6850A.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκλησις''': -εως, ἡ, σύγκλησις καὶ τῶν μὴ ἐνδημούντων πολιτῶν, Ἀμμών. σ. 47, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τῆς ἐκκλησίας εἰς ἣν συνήρχοντο μόνον οἱ Ἀθηναῖοι. 2) [[ἐπίκλησις]] τῶν θεῶν ([[κυρίως]] ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβῶσι καὶ βοηθήσωσι), Συλλ. Ἐπιγρ. 6850Α, [[Πολυδ]]. Α΄, 29. ΙΙ. [[ἀνάκλησις]], Διόδ. 13, σ. 539 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[μετάκλησις]]).
|lstext='''κατάκλησις''': -εως, ἡ, σύγκλησις καὶ τῶν μὴ ἐνδημούντων πολιτῶν, Ἀμμών. σ. 47, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τῆς ἐκκλησίας εἰς ἣν συνήρχοντο μόνον οἱ Ἀθηναῖοι. 2) [[ἐπίκλησις]] τῶν θεῶν ([[κυρίως]] ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβῶσι καὶ βοηθήσωσι), Συλλ. Ἐπιγρ. 6850Α, Πολυδ. Α΄, 29. ΙΙ. [[ἀνάκλησις]], Διόδ. 13, σ. 539 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[μετάκλησις]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάκλησις]], ἡ (AM) [[κατακαλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ομορφιά]], [[γοητεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ονομαστική [[κλήση]]<br /><b>2.</b> η [[κατακλησία]]<br /><b>3.</b> η [[επίκληση]] τών θεών<br /><b>4.</b> η [[ανάκληση]], η [[ικεσία]]<br /><b>5.</b> η [[επωδή]].
|mltxt=[[κατάκλησις]], ἡ (AM) [[κατακαλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ομορφιά]], [[γοητεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ονομαστική [[κλήση]]<br /><b>2.</b> η [[κατακλησία]]<br /><b>3.</b> η [[επίκληση]] τών θεών<br /><b>4.</b> η [[ανάκληση]], η [[ικεσία]]<br /><b>5.</b> η [[επωδή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A summoning by name, Ph.2.388.
2 summoning of the whole body of citizens, incl. rural population, πρὸς ἐπίσκεψιν μείζονα τῶν πραγμάτων, opp. ἐκκλησία, Ammon.Diff.p.47 V.
3 invocation of the gods, Ph.2.342, Arr.An.5.2.7, Poll.1.29.
II recalling, D.S. 13Arg. (nisi leg. μετάκλησις); ἡ [τῆς θεοῦ] κ. CIG6850A.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Einberufen der außer der Stadt auf dem Lande wohnenden Bürger, Ammon. – Θεῶν, Anrufen, Poll. 1, 29. – Das Zurückberufen, D. Sic. 13 argum.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλησις: -εως, ἡ, σύγκλησις καὶ τῶν μὴ ἐνδημούντων πολιτῶν, Ἀμμών. σ. 47, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τῆς ἐκκλησίας εἰς ἣν συνήρχοντο μόνον οἱ Ἀθηναῖοι. 2) ἐπίκλησις τῶν θεῶν (κυρίως ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβῶσι καὶ βοηθήσωσι), Συλλ. Ἐπιγρ. 6850Α, Πολυδ. Α΄, 29. ΙΙ. ἀνάκλησις, Διόδ. 13, σ. 539 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον μετάκλησις).

Greek Monolingual

κατάκλησις, ἡ (AM) κατακαλώ
μσν.
ομορφιά, γοητεία
αρχ.
1. ονομαστική κλήση
2. η κατακλησία
3. η επίκληση τών θεών
4. η ανάκληση, η ικεσία
5. η επωδή.