χοιρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choirikos
|Transliteration C=choirikos
|Beta Code=xoiriko/s
|Beta Code=xoiriko/s
|Definition=ή, όν, late form for [[χοίρειος]], condemned by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>775.33</span>.
|Definition=χοιρική, χοιρικόν, late form for [[χοίρειος]], condemned by ''EM''775.33.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ [[χοῑρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, [[χοιρινός]].
|mltxt=-όν, ΜΑ [[χοῖρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, [[χοιρινός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρικός Medium diacritics: χοιρικός Low diacritics: χοιρικός Capitals: ΧΟΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: choirikós Transliteration B: choirikos Transliteration C: choirikos Beta Code: xoiriko/s

English (LSJ)

χοιρική, χοιρικόν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ χοῖρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός.