Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστερίτης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asteritis
|Transliteration C=asteritis
|Beta Code=a)steri/ths
|Beta Code=a)steri/ths
|Definition=(sc. [[λίθος]]), ὁ, name of a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mythical precious stone]], Ptol.Heph. ap. <span class="bibl">Phot. p.153B.</span>, Ps.-Democr.Alch.<span class="bibl">p.50B.</span></span>
|Definition=(''[[sc.]]'' [[λίθος]]), ὁ, name of a [[mythical precious stone]], Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ n. de una [[piedra preciosa]] legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.<i>Etym</i>.16.10.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερίτης''': ὁ, [[λίθος]] τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς [[φίλτρον]]» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.
|lstext='''ἀστερίτης''': ὁ, [[λίθος]] τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς [[φίλτρον]]» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ n. de una [[piedra preciosa]] legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.<i>Etym</i>.16.10.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστερίτης]], ο (Α) [[αστήρ]]<br />[[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.
|mltxt=[[ἀστερίτης]], ο (Α) [[αστήρ]]<br />[[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίτης Medium diacritics: ἀστερίτης Low diacritics: αστερίτης Capitals: ΑΣΤΕΡΙΤΗΣ
Transliteration A: asterítēs Transliteration B: asteritēs Transliteration C: asteritis Beta Code: a)steri/ths

English (LSJ)

(sc. λίθος), ὁ, name of a mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ n. de una piedra preciosa legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.Etym.16.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίτης: ὁ, λίθος τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς φίλτρον» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.

Greek Monolingual

ἀστερίτης, ο (Α) αστήρ
ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.