γειώρας: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geioras | |Transliteration C=geioras | ||
|Beta Code=geiw/ras | |Beta Code=geiw/ras | ||
|Definition=ου, ὁ, < | |Definition=-ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sojourner]], [[LXX]] ''Is.''14.1, Ph.1.417.<br><span class="bld">2</span> [[proselyte]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γιώρας]] [[LXX]] <i>Is</i>.14.1; γηόρας Iust.Phil.<i>Dial</i>.122.1; [[γηώρας]] Cyr.Al.M.70.365C<br />palabra hebr. [[extranjero residente en un país]] gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.<br /><b class="num">•</b>identificado como [[prosélito]] ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς [[LXX]] <i>Ex</i>.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de [[LXX]] <i>Ex</i>.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.<i>Is</i>.14.1, cf. [[LXX]] [[l.c.]], Afric.<i>Ep.Arist</i>.5, Cyr.Al.l.c., Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γειώρας''': -ου, ὁ, [[ἔπηλυς]], [[ξένος]], [[παρεπίδημος]], Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― [[προσήλυτος]], Ἡσύχ. | |lstext='''γειώρας''': -ου, ὁ, [[ἔπηλυς]], [[ξένος]], [[παρεπίδημος]], Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― [[προσήλυτος]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γειώρας]] και [[γειώρης]], ο (Α)<br />ο [[ξένος]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, [[κατά]] τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η [[άποψη]] τών Βυζαντινών ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη από τα <i>γη</i> και <i>ώρα</i>]. | |mltxt=[[γειώρας]] και [[γειώρης]], ο (Α)<br />ο [[ξένος]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, [[κατά]] τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η [[άποψη]] τών Βυζαντινών ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη από τα <i>γη</i> και <i>ώρα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A sojourner, LXX Is.14.1, Ph.1.417.
2 proselyte, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γιώρας LXX Is.14.1; γηόρας Iust.Phil.Dial.122.1; γηώρας Cyr.Al.M.70.365C
palabra hebr. extranjero residente en un país gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.
•identificado como prosélito ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX Ex.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX Ex.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.Is.14.1, cf. LXX l.c., Afric.Ep.Arist.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γειώρας: -ου, ὁ, ἔπηλυς, ξένος, παρεπίδημος, Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― προσήλυτος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
γειώρας και γειώρης, ο (Α)
ο ξένος, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα].