θητεία: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thiteia
|Transliteration C=thiteia
|Beta Code=qhtei/a
|Beta Code=qhtei/a
|Definition=ἡ, (θητεύω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hired service]], [[service]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1029</span>, <span class="bibl">Isoc.14.48</span>: in pl., ib.<span class="bibl">11.38</span>, <span class="bibl">D.H.2.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[servility]], [[sycophancy]], c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.Vat.</span>67</span>.</span>
|Definition=ἡ, ([[θητεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[hired service]], [[service]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1029, Isoc.14.48: in plural, ib.11.38, D.H.2.19.<br><span class="bld">2</span> [[servility]], [[sycophancy]], c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν Epicur.''Sent.Vat.''67.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. [[μίσθωσις]], [[δουλεία]]; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, Ggstz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1211.png Seite 1211]] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. [[μίσθωσις]], [[δουλεία]]; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, <span class="ggns">Gegensatz</span> von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[salaire]], [[prix d'un travail à la journée]].<br />'''Étymologie:''' [[θητεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''θητεία:''' ἡ тж. pl. работа по найму, служба (ἐπὶ θητείαν ἰόντες Isocr.): ποιμὴν ἐπὶ θητείᾳ πλάνῃς Soph. пастух, странствующий в поисках работы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θητεία''': ἡ, ([[θητεύω]]) ἐπὶ μισθῷ [[ὑπηρεσία]], [[ὑπηρεσία]], Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.
|lstext='''θητεία''': ἡ, ([[θητεύω]]) ἐπὶ μισθῷ [[ὑπηρεσία]], [[ὑπηρεσία]], Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />salaire, prix d’un travail à la journée.<br />'''Étymologie:''' [[θητεία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θητεία:''' ἡ ([[θητεύω]]), μισθωμένη [[υπηρεσία]], [[θητεία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''θητεία:''' ἡ ([[θητεύω]]), μισθωμένη [[υπηρεσία]], [[θητεία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θητεία:''' ἡ тж. pl. работа по найму, служба (ἐπὶ θητείαν ἰόντες Isocr.): ποιμὴν ἐπὶ θητείᾳ πλάνῃς Soph. пастух, странствующий в поисках работы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θητεία]], ἡ, [[θητεύω]]<br />[[hired]] [[service]], [[service]], Soph.
|mdlsjtxt=[[θητεία]], ἡ, [[θητεύω]]<br />[[hired]] [[service]], [[service]], Soph.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὑπηρεσία]] μέ μισθό). Ἀπό τό [[θητεύω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 18 September 2023

English (LSJ)

ἡ, (θητεύω)
A hired service, service, S.OT1029, Isoc.14.48: in plural, ib.11.38, D.H.2.19.
2 servility, sycophancy, c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν Epicur.Sent.Vat.67.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. μίσθωσις, δουλεία; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, Gegensatz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaire, prix d'un travail à la journée.
Étymologie: θητεία.

Russian (Dvoretsky)

θητεία: ἡ тж. pl. работа по найму, служба (ἐπὶ θητείαν ἰόντες Isocr.): ποιμὴν ἐπὶ θητείᾳ πλάνῃς Soph. пастух, странствующий в поисках работы.

Greek (Liddell-Scott)

θητεία: ἡ, (θητεύω) ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, ὑπηρεσία, Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.

Greek Monolingual

η θητεύω
θητεία)
1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό
2. το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του κληρωτού
3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία του προέδρου της Δημοκρατίας»)
αρχ.
1. η υπηρεσία με μισθό («ἐπὶ θητείαν ἰόντας», Ισοκρ.)
2. δουλοπρέπεια, κολακεία, χαμέρπειαθητεία ὄχλων ἢ δυναστῶν», Επίκ.).

Greek Monotonic

θητεία: ἡ (θητεύω), μισθωμένη υπηρεσία, θητεία, σε Σοφ.

Middle Liddell

θητεία, ἡ, θητεύω
hired service, service, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=ὑπηρεσία μέ μισθό). Ἀπό τό θητεύω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.