κληρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klirotikos | |Transliteration C=klirotikos | ||
|Beta Code=klhrwtiko/s | |Beta Code=klhrwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κληρωτική, κληρωτικόν, of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (''[[sc.]]'' [[ἀγγεῖον]]) Ath.10.450b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i> | |mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῖον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
κληρωτική, κληρωτικόν, of or for casting lots, τὸ κληρωτικόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.
German (Pape)
[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.
Greek Monolingual
κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῖον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.