στιχάριον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στῐχάριον
|Full diacritics=στῐχᾰ́ριον
|Medium diacritics=στιχάριον
|Medium diacritics=στιχάριον
|Low diacritics=στιχάριον
|Low diacritics=στιχάριον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sticharion
|Transliteration C=sticharion
|Beta Code=stixa/rion
|Beta Code=stixa/rion
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], τό</b>, Dim. of [[στίχη]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[variegated tunic]], σ. λινοῦν <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6222.27</span> (iii A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>80.3</span> (iv A.D.), etc.; perh. to be read in <span class="title">Dura4</span> 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) μαφόριον, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span> 7033.39</span> (v A.D.), <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>20.275.6</span> (vi A.D.).</span>
|Definition=[ᾰ], τό, ''Dim. of'' [[στίχη]], [[variegated tunic]], σ. λινοῦν ''Sammelb.''6222.27 (iii A.D.), cf. ''PGen.''80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in ''Dura4'' 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) [[μαφόριον]], ''Sammelb.'' 7033.39 (v A.D.), ''Stud.Pal.''20.275.6 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐχάριον''': [ᾰ], τό, χιτὼν πεποικιλμένος ὡς [[ἔνδυμα]] ἱερατικόν, Ἐκκλ.
|lstext='''στῐχάριον''': [ᾰ], τό, χιτὼν πεποικιλμένος ὡς [[ἔνδυμα]] ἱερατικόν, Ἐκκλ.
}}
{{wkpel
|wkeltx=Το [[στιχάριο]] ή [[στοιχάριον]] είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 23 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχᾰ́ριον Medium diacritics: στιχάριον Low diacritics: στιχάριον Capitals: ΣΤΙΧΑΡΙΟΝ
Transliteration A: stichárion Transliteration B: sticharion Transliteration C: sticharion Beta Code: stixa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of στίχη, variegated tunic, σ. λινοῦν Sammelb.6222.27 (iii A.D.), cf. PGen.80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in Dura4 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) μαφόριον, Sammelb. 7033.39 (v A.D.), Stud.Pal.20.275.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 944] τό, dim. von στίχος, Sp. Bei den Neugriechen ein dichtanliegendes Kleid.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχάριον: [ᾰ], τό, χιτὼν πεποικιλμένος ὡς ἔνδυμα ἱερατικόν, Ἐκκλ.

Wikipedia EL

Το στιχάριο ή στοιχάριον είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).