φαρμακτός: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmaktos
|Transliteration C=farmaktos
|Beta Code=farmakto/s
|Beta Code=farmakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[poisoned]], βέλη <span class="bibl">Str.11.2.19</span>; γένος <span class="bibl">Man.4.540</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[poisonous]], δόλος <span class="bibl">Id.4.52</span>.</span>
|Definition=φαρμακτή, φαρμακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[poisoned]], βέλη Str.11.2.19; γένος Man.4.540.<br><span class="bld">2</span> [[poisonous]], δόλος Id.4.52.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος [[μετὰ]] δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]].
|lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος μετὰ δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φαρμάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φαρμάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκτός Medium diacritics: φαρμακτός Low diacritics: φαρμακτός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pharmaktós Transliteration B: pharmaktos Transliteration C: farmaktos Beta Code: farmakto/s

English (LSJ)

φαρμακτή, φαρμακτόν,
A poisoned, βέλη Str.11.2.19; γένος Man.4.540.
2 poisonous, δόλος Id.4.52.

German (Pape)

[Seite 1257] adj. verb. von φαρμάσσω, vergiftet, δόλος, Hinterlist, durch Vergiftung, Maneth. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος μετὰ δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. ἀφάρμακτος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φαρμάσσω
1. αυτός που περιέχει δηλητήριο, δηλητηριώδης
2. αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.