ἐρειψιπύλας: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ereipsipylas | |Transliteration C=ereipsipylas | ||
|Beta Code=e)reiyipu/las | |Beta Code=e)reiyipu/las | ||
|Definition=[ῠ], α, ὁ, | |Definition=[ῠ], α, ὁ, [[overthrowing gates]], B.5.56. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν | |mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρειψις]] «[[γκρέμισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ερείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>πύλας</i> (αιτ. πληθ. του [[πύλη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:22, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῠ], α, ὁ, overthrowing gates, B.5.56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρειψιπύλας: ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. ἐρειψίτοιχος.
Greek Monolingual
ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)
αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. του πύλη)].