ἑξάπλευρος: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksaplevros | |Transliteration C=eksaplevros | ||
|Beta Code=e(ca/pleuros | |Beta Code=e(ca/pleuros | ||
|Definition=ον | |Definition=ἑξάπλευρον, [[with six sides]], Plot.6.3.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἕξπ- Phryn.388 (pero ἕκπ- cód.)<br />geom. [[de seis lados]], [[hexagonal]] ἐπίπεδον Plot.6.3.14, cf. Hero <i>Metr</i>.1.11, Phryn.l.c., neutr. plu. subst. τὰ ἑξάπλευρα καὶ τετράπλευρα ποιεῖν Basil.M.31.1505C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξάπλευρος''': -ον, ἔχων ἓξ πλευράς, Πλωτῖν. 6. 3, 14. | |lstext='''ἑξάπλευρος''': -ον, ἔχων ἓξ πλευράς, Πλωτῖν. 6. 3, 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάπλευρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πλευρές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάπλευρο</i>(<i>ν</i>)<br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάπλευρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πλευρές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάπλευρο</i>(<i>ν</i>)<br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑξάπλευρον, with six sides, Plot.6.3.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕξπ- Phryn.388 (pero ἕκπ- cód.)
geom. de seis lados, hexagonal ἐπίπεδον Plot.6.3.14, cf. Hero Metr.1.11, Phryn.l.c., neutr. plu. subst. τὰ ἑξάπλευρα καὶ τετράπλευρα ποιεῖν Basil.M.31.1505C.
German (Pape)
[Seite 871] sechsseitig, von Phryn. 412 als unatt. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπλευρος: -ον, ἔχων ἓξ πλευράς, Πλωτῖν. 6. 3, 14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάπλευρος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.