ἰσχνοκαλαμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischnokalamodis | |Transliteration C=ischnokalamodis | ||
|Beta Code=i)sxnokalamw/dhs | |Beta Code=i)sxnokalamw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχνοκαλαμῶδες, [[with slender reed]], Eust.1165.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
ἰσχνοκαλαμῶδες, with slender reed, Eust.1165.12.
German (Pape)
[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».
Greek Monolingual
ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.