Ἰσθμιονίκης: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<b class="b3">νῑ], ου, ὁ</b>" to "νῑ], ου, ὁ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Isthmionikis | |Transliteration C=Isthmionikis | ||
|Beta Code=*)isqmioni/khs | |Beta Code=*)isqmioni/khs | ||
|Definition=[νῑ], ου, ὁ, | |Definition=[νῑ], ου, ὁ, [[conqueror in the Isthmian Games]], B.9.26 (also [[Ἴσθμιόνικος]], ὁ, Id.1.46): [[Ἰσθμιονῖκαι]], [[οἱ]], title of one book of Pindar's odes, A.D.''Synt.''156.11, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ἰσθμιονίκης]] και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νικητής]] στους Ισθμιακούς αγώνες, στα [[Ίσθμια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i> | |mltxt=[[Ἰσθμιονίκης]] και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νικητής]] στους Ισθμιακούς αγώνες, στα [[Ίσθμια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰσθμιονῖκαι</i> και <i>Ἰσθμιόνικοι</i><br />[[τίτλος]] ενός βιβλίου τών ωδών του Πινδάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἴσθμια]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. [[Ολυμπιονίκης]], [[Πυθιονίκης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, conqueror in the Isthmian Games, B.9.26 (also Ἴσθμιόνικος, ὁ, Id.1.46): Ἰσθμιονῖκαι, οἱ, title of one book of Pindar's odes, A.D.Synt.156.11, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰσθμιονίκης: -ου, ὁ, νικῶν ἐν τοῖς Ἰσθμικοῖς ἀγῶσιν: ― Ἰσθμιονῖκαι, ἐπιγράφονται ᾠδαί τινες τοῦ Πινδάρου.
Greek Monolingual
Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α)
1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια
2. στον πληθ. Ἰσθμιονῖκαι και Ἰσθμιόνικοι
τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών του Πινδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + -νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιονίκης, Πυθιονίκης].