κανναβάριος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kannavarios
|Transliteration C=kannavarios
|Beta Code=kannaba/rios
|Beta Code=kannaba/rios
|Definition=ὁ, (Lat. <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">canabae) booth-keeper, stall-holder</b>, Jahresh. 24<span class="title">Beibl.</span>31 (Ephesus). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[stupparius]], Gloss.</span>
|Definition=ὁ, (Lat. [[canaba|canabae]])<br><span class="bld">A</span> [[booth-keeper]], [[stall-holder]], Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).<br><span class="bld">II</span> = [[stupparius]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανναβάριος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για [[κατασκευή]] σχοινιών<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «<i>μικροπωλητής</i>» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>can</i>(<i>n</i>)<i>aba</i> «[[καλύβα]], [[παράπηγμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>. Με τη σημ. «[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή στουπιών» <span style="color: red;"><</span> [[κάνναβις]] με την [[ίδια]] κατάλ.].
|mltxt=[[κανναβάριος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για [[κατασκευή]] σχοινιών<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «<i>μικροπωλητής</i>» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>can</i>(<i>n</i>)<i>aba</i> «[[καλύβα]], [[παράπηγμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>. Με τη σημ. «[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή στουπιών» <span style="color: red;"><</span> [[κάνναβις]] με την [[ίδια]] κατάλ.].
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανναβάριος Medium diacritics: κανναβάριος Low diacritics: κανναβάριος Capitals: ΚΑΝΝΑΒΑΡΙΟΣ
Transliteration A: kannabários Transliteration B: kannabarios Transliteration C: kannavarios Beta Code: kannaba/rios

English (LSJ)

ὁ, (Lat. canabae)
A booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).
II = stupparius, Glossaria.

Greek Monolingual

κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].