λαρυγγόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laryngofonos
|Transliteration C=laryngofonos
|Beta Code=laruggo/fwnos
|Beta Code=laruggo/fwnos
|Definition=ον, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>sounding from the throat</b>, <span class=bibl>Sopat.16</span></span>.
|Definition=λαρυγγόφωνον, [[sounding from the throat]], Sopat.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[λαρυγγόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[φωνή]] του λαρυγγίζει<br /><b>2.</b> αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαρυγγόφωνο]]<br /><b>τεχνολ.</b> μικροφωνική [[συσκευή]] που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάρυγξ]], -<i>υγγος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενό</i>-<i>φωνος</i>, <i>τραυλό</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-ή, -ο (Α [[λαρυγγόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[φωνή]] του λαρυγγίζει<br /><b>2.</b> αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαρυγγόφωνο]]<br /><b>τεχνολ.</b> μικροφωνική [[συσκευή]] που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάρυγξ]], -<i>υγγος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ξενόφωνος]], [[τραυλόφωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρυγγόφωνος Medium diacritics: λαρυγγόφωνος Low diacritics: λαρυγγόφωνος Capitals: ΛΑΡΥΓΓΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: laryngóphōnos Transliteration B: laryngophōnos Transliteration C: laryngofonos Beta Code: laruggo/fwnos

English (LSJ)

λαρυγγόφωνον, sounding from the throat, Sopat.16.

German (Pape)

[Seite 17] der Kehlstimme ähnlich, Sopat. bei Ath. IV, 175 c.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρυγγόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν λαρυγγίζουσαν, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α λαρυγγόφωνος, -ον)
1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει
2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο
τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ξενόφωνος, τραυλόφωνος].