μιχέω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=micheo
|Transliteration C=micheo
|Beta Code=mixe/w
|Beta Code=mixe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ὀμιχέω]].</span>
|Definition=v. [[ὀμιχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑχέω:''' Diog. L. = [[ὀμιχέω]].
|elrutext='''μῑχέω:''' Diog. L. = [[ὀμιχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμείχω]] και [[ὀμιχῶ]] και [[μιχῶ]], [[μιχέω]] (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:27, 11 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιχέω Medium diacritics: μιχέω Low diacritics: μιχέω Capitals: ΜΙΧΕΩ
Transliteration A: michéō Transliteration B: micheō Transliteration C: micheo Beta Code: mixe/w

English (LSJ)

v. ὀμιχέω.

Greek (Liddell-Scott)

μιχέω: ἴδε ἐν λέξ. ὀμιχέω.

Russian (Dvoretsky)

μῑχέω: Diog. L. = ὀμιχέω.

Greek Monolingual

ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, μιχέω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].