ξυλεύς: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyleys
|Transliteration C=ksyleys
|Beta Code=culeu/s
|Beta Code=culeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woodcutter]], of a sacrificial attendant, <span class="title">SIG</span>1021.31 (Olympia, i B. C.), <span class="bibl">Paus.5.13.2</span>,<span class="bibl">5.15.10</span>, Hsch.</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[woodcutter]], of a sacrificial attendant, ''SIG''1021.31 (Olympia, i B. C.), Paus.5.13.2,5.15.10, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυλοκόπος]], αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα<br /><b>2.</b> [[δούλος]] του ναού του [[Διός]] ο [[οποίος]] έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>εύς</i>, <i>κεραμ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[ξυλεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυλοκόπος]], αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα<br /><b>2.</b> [[δούλος]] του ναού του [[Διός]] ο [[οποίος]] έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> [[καλαμεύς]], [[κεραμεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλεύς Medium diacritics: ξυλεύς Low diacritics: ξυλεύς Capitals: ΞΥΛΕΥΣ
Transliteration A: xyleús Transliteration B: xyleus Transliteration C: ksyleys Beta Code: culeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, woodcutter, of a sacrificial attendant, SIG1021.31 (Olympia, i B. C.), Paus.5.13.2,5.15.10, Hsch.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, Holzsammler, Paus. 5, 13; bei Hesych. ὁ ξύλα παρέχων δοῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεύς: έως, ὁ, οἰκέτης παρέχων ξύλα εἰς τὰς θυσίαν, ἰδίως οἰκέτης τοῦ ναοῦ τοῦ Διός, Παυσ. 5. 13, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυλεύς· τὰ ξύλα παρέχων δοῦλος».

Greek Monolingual

ξυλεύς, ὁ (Α)
1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα
2. δούλος του ναού του Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -εύς (πρβλ. καλαμεύς, κεραμεύς)].