παροιμιαστής: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroimiastis | |Transliteration C=paroimiastis | ||
|Beta Code=paroimiasth/s | |Beta Code=paroimiasth/s | ||
|Definition= | |Definition=παροιμιαστοῦ, ὁ, [[author of proverbs]], of Solomon, Sm.''Ec.''12.10(dub.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρομιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνηθίζει να κάνει [[χρήση]] παροιμιών («Ἀρκαδίαν με | |mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρομιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνηθίζει να κάνει [[χρήση]] παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῖς, εἴποι ἄν τις [[παροιμιαστής]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Σολομώντα) ο [[συντάκτης]], ο [[συγγραφέας]] παροιμιών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
παροιμιαστοῦ, ὁ, author of proverbs, of Solomon, Sm.Ec.12.10(dub.).
German (Pape)
[Seite 525] ὁ, der ein Sprichwort macht oder braucht Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν παροιμίας, ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, Ἀθαν. τ. 1, σ. 850, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 117 κλ.· - ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται παροιμίας, Φωτίου Ἐπιστ. 262, 4.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ παρομιάζω
μσν.
αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῖς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.)
αρχ.
(για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών.