πολυκατέργαστος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykatergastos | |Transliteration C=polykatergastos | ||
|Beta Code=polukate/rgastos | |Beta Code=polukate/rgastos | ||
|Definition= | |Definition=πολυκατέργαστον, = [[πολυκατασκεύαστος]] ([[elaborately wrought]]), ''Sch. D Il.'' 4.135. gloss on ἀτμένιος, Sch. Nic. ''Al.'' 178. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] με πολλούς τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί πολλή [[κατεργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κατέργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατεργάζομαι]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] με πολλούς τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί πολλή [[κατεργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κατέργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατεργάζομαι]]), [[πρβλ]]. [[ευκατέργαστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυκατέργαστον, = πολυκατασκεύαστος (elaborately wrought), Sch. D Il. 4.135. gloss on ἀτμένιος, Sch. Nic. Al. 178.
German (Pape)
[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευκατέργαστος].