συνεκφορά: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synekfora | |Transliteration C=synekfora | ||
|Beta Code=sunekfora/ | |Beta Code=sunekfora/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[public funeral]], Aen.Tact.17.1.<br><span class="bld">II</span> [[uttering together]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[συνεκφέρω]]<br />η [[συμπροφορά]] του τελικού και του αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων [[κατά]] τρόπο που να καταργείται το [[κενό]] το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει [[μεταξύ]] τους π.χ. τον <i>ήλιο</i>: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ <i>σ</i> | |mltxt=η, ΝΑ [[συνεκφέρω]]<br />η [[συμπροφορά]] του τελικού και του αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων [[κατά]] τρόπο που να καταργείται το [[κενό]] το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει [[μεταξύ]] τους π.χ. τον <i>ήλιο</i>: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ <i>σ</i> τοῦ <i>ξ</i> κατὰ συνεκφορὰν τὴν ἐν μιᾷ συλλαβῇ γινομένην», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοινός]] [[ενταφιασμός]] («περὶ τὰς... συνεκφορὰς τῶν τελευτησάντων», Αιν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A public funeral, Aen.Tact.17.1.
II uttering together, D.H.Comp.22.
German (Pape)
[Seite 1013] ἡ, das gemeinschaftliche Heraustragen, bes. – a) gemeinschaftliches Begraben. – b) das Zusammenaussprechen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφορά: ἡ, τὸ ἐκφέρειν ὁμοῦ εἰς ταφήν, τὸ συνοδεύειν κηδείαν, Αἰν. Τακτ. 17. ΙΙ. τὸ ἐκφέρειν ἢ προσφέρειν ὁμοῦ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, σ. 166.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συνεκφέρω
η συμπροφορά του τελικού και του αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων κατά τρόπο που να καταργείται το κενό το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει μεταξύ τους π.χ. τον ήλιο: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ σ τοῦ ξ κατὰ συνεκφορὰν τὴν ἐν μιᾷ συλλαβῇ γινομένην», Διον. Αλ.)
αρχ.
κοινός ενταφιασμός («περὶ τὰς... συνεκφορὰς τῶν τελευτησάντων», Αιν.).