τιθασευτής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tithaseftis
|Transliteration C=tithaseftis
|Beta Code=tiqaseuth/s
|Beta Code=tiqaseuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who tames]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 704</span>.</span>
|Definition=τιθασευτοῦ, ὁ, [[tamer]], [[one who tames]], Ar.''V.'' 704.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] ὁ, der Zähmende, Ar. Vesp. 704.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] ὁ, der [[Zähmende]], Ar. Vesp. 704.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui apprivoise ; <i>fig.</i> [[qui cajole]], [[flatteur]].<br />'''Étymologie:''' [[τιθασεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῐθᾰσευτής:''' οῦ ὁ [[приручитель]], [[воспитатель]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθασευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ τιθασεύων, ἐξημερώνων, ἵνα γινώσκῃς τὸν τιθασευτήν, «τὸν θεραπεύοντά σε καὶ ἐκτρέφοντα καὶ κολακεύοντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 704.
|lstext='''τῐθασευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ τιθασεύων, ἐξημερώνων, ἵνα γινώσκῃς τὸν τιθασευτήν, «τὸν θεραπεύοντά σε καὶ ἐκτρέφοντα καὶ κολακεύοντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 704.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui apprivoise ; <i>fig.</i> qui cajole, flatteur.<br />'''Étymologie:''' [[τιθασεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐθᾰσευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τῐθᾰσευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῐθᾰσευτής:''' οῦ ὁ приручитель, воспитатель Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,<br />one who tames, Ar. [from τῐθᾰσεύω]
|mdlsjtxt=τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,<br />one who tames, Ar. [from τῐθᾰσεύω]
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσευτής Medium diacritics: τιθασευτής Low diacritics: τιθασευτής Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΤΗΣ
Transliteration A: tithaseutḗs Transliteration B: tithaseutēs Transliteration C: tithaseftis Beta Code: tiqaseuth/s

English (LSJ)

τιθασευτοῦ, ὁ, tamer, one who tames, Ar.V. 704.

German (Pape)

[Seite 1109] ὁ, der Zähmende, Ar. Vesp. 704.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui apprivoise ; fig. qui cajole, flatteur.
Étymologie: τιθασεύω.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσευτής: οῦ ὁ приручитель, воспитатель Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθασευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τιθασεύων, ἐξημερώνων, ἵνα γινώσκῃς τὸν τιθασευτήν, «τὸν θεραπεύοντά σε καὶ ἐκτρέφοντα καὶ κολακεύοντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 704.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α τιθασεύω
αυτός που τιθασεύει, δαμαστής
νεοελλ.
μτφ. αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει
αρχ.
μτφ. αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.

Greek Monotonic

τῐθᾰσευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,
one who tames, Ar. [from τῐθᾰσεύω]