τριχοφόρος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichoforos
|Transliteration C=trichoforos
|Beta Code=trixofo/ros
|Beta Code=trixofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bristly]], of pigs, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>98</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=τριχοφόρον, [[bristly]], of pigs, Sch.Nic.''Th.''98, ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

English (LSJ)

τριχοφόρον, bristly, of pigs, Sch.Nic.Th.98, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τριχοφόρος: ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος].