ἀκουστέον: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akousteon | |Transliteration C=akousteon | ||
|Beta Code=a)kouste/on | |Beta Code=a)kouste/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must hear]] or [[hearken to]], c. gen. pers., E.''IA'' 1010, X.''Smp.''3.9, etc. (also in plural [[ἀκουστέα]], [[Herodotus|Hdt.]]3.61; τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ' ἀκουστέα S.''El.''340): c. acc. rei, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 386a: abs., [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 1170.<br><span class="bld">b</span> [[one must understand]], τι διττῶς Str.9.5.12, cf. Gal. 15.484, Olymp.''in Mete.''337.14; [[one must interpret]], ὀνείρους Artem. 1.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hay que escuchar u obedecer]] c. gen. σοῦ E.<i>IA</i> 1010, X.<i>Smp</i>.3.9, τῶν κρατούντων S.<i>El</i>.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.<i>R</i>.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.<i>Hum</i>.18, abs. S.<i>OT</i> 1170.<br /><b class="num">2</b> [[hay que entender]] τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκουστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀκούω]], πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. [[ἀκούω]] IV. | |lstext='''ἀκουστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀκούω]], πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. [[ἀκούω]] IV. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:10, 18 September 2023
English (LSJ)
A one must hear or hearken to, c. gen. pers., E.IA 1010, X.Smp.3.9, etc. (also in plural ἀκουστέα, Hdt.3.61; τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ' ἀκουστέα S.El.340): c. acc. rei, Pl.R. 386a: abs., S.OT 1170.
b one must understand, τι διττῶς Str.9.5.12, cf. Gal. 15.484, Olymp.in Mete.337.14; one must interpret, ὀνείρους Artem. 1.3.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hay que escuchar u obedecer c. gen. σοῦ E.IA 1010, X.Smp.3.9, τῶν κρατούντων S.El.340, Σμέρδιος τοῦ Κύρου Hdt.3.61, c. ac. τὰ μὲν δὴ περὶ θεούς ... ἀ. Pl.R.386a, c. εἰ: ἀ. εἴ τις οἶδε Hp.Hum.18, abs. S.OT 1170.
2 hay que entender τι διττῶς Str.9.5.12, τὴν ἀσθένειαν Gal.15.484.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, πρέπει τις νὰ ἀκούση ἢ νὰ δώσῃ προσοχήν, μ. γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 61, Εὐρ. Ι. Α. 1010, Ξεν., κτλ.· μετ’ αἰτ, πράγμ., Πλάτ. Πολ. 386Α: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 1170. 2) ἀκουστέος, α, ον, ὑπακουστέος, πρέπει νὰ ὑπακούηται, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ’ ἀκουστέα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 340· ― πρβλ. ἀκούω IV.
Greek Monotonic
ἀκουστέον: ρημ. επίθ. του ἀκούω,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να ακούσει ή να του δώσει προσοχή, με γεν. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., σε Πλάτ.
2. ἀκουστέος, -α, -ον, αυτόν που πρέπει να υπακούει κάποιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀκούω
1. one must hear or hearken to, c. gen. pers., Hdt., etc.; c. acc. rei, Plat.
2. ἀκουστέος, α, ον, to be hearkened to, Soph.