ἀνεπισκότητος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepiskotitos | |Transliteration C=anepiskotitos | ||
|Beta Code=a)nepisko/thtos | |Beta Code=a)nepisko/thtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπισκότητον, [[not obscured]] or [[not overclouded]], Gal.''UP''10.2, Ptol. ''Tetr.''100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.''Par.Ptol.''144 (-ιστος codd.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no oscurecido o tapado]] por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817<br /><b class="num">•</b>ref. al sol [[despejado]] καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.<i>Tetr</i>.2.14.2.<br /><b class="num">2</b> [[no mancillado]] παρθενία Hyper.<i>Mon</i>.M.79.1480A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπισκότητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ. | |lstext='''ἀνεπισκότητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπισκότητος]] και [[ἀνεπισκότιστος]], -ον (AM)<br />αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να αμαυρώσει [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀνεπισκότητος]] και [[ἀνεπισκότιστος]], -ον (AM)<br />αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να αμαυρώσει [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπισκότητον, not obscured or not overclouded, Gal.UP10.2, Ptol. Tetr.100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.Par.Ptol.144 (-ιστος codd.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no oscurecido o tapado por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817
•ref. al sol despejado καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.Tetr.2.14.2.
2 no mancillado παρθενία Hyper.Mon.M.79.1480A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισκότητος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ.
Greek Monolingual
ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι.