ἀνεγχώρητος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anegchoritos
|Transliteration C=anegchoritos
|Beta Code=a)negxw/rhtos
|Beta Code=a)negxw/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[impossible]], Sch.Hermog. in <span class="bibl">Rh.7.135</span> W.</span>
|Definition=ἀνεγχώρητον, [[impossible]], Sch.Hermog. in Rh.7.135 W.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[imposible]] ἀδύνατον καὶ ἀνεγχώρητον ποιεῖν τι τὸν υἱόν, ὧν οὐ ποιεῖ ὁ Πατήρ Gr.Naz.M.36.116C, cf. Hsch., Sch.Hermog. en <i>Rh</i>.7.135.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεγχώρητος''': -ον, ἀνένδεκτον καὶ ἀνεγχώρητον, ὃ οὐκ ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ ὃ οὐκ ἐγχωρεῖ γίνεσθαι, ἀδύνατον, Γρηγ. Ναζ., Ἀθανάσ., Ρήτορες τόμ. 7. σ. 135. 25, ἔκδ. Walz. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνεγχώρητον· ἀμήχανον».
|lstext='''ἀνεγχώρητος''': -ον, ἀνένδεκτον καὶ ἀνεγχώρητον, ὃ οὐκ ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ ὃ οὐκ ἐγχωρεῖ γίνεσθαι, ἀδύνατον, Γρηγ. Ναζ., Ἀθανάσ., Ρήτορες τόμ. 7. σ. 135. 25, ἔκδ. Walz. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνεγχώρητον· ἀμήχανον».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[imposible]] ἀδύνατον καὶ ἀνεγχώρητον ποιεῖν τι τὸν υἱόν, ὧν οὐ ποιεῖ ὁ Πατήρ Gr.Naz.M.36.116C, cf. Hsch., Sch.Hermog. en <i>Rh</i>.7.135.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεγχώρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] αδύνατον να πραγματοποιηθεί, [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> [[απαράδεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εγχωρώ]] «[[καθιστώ]] δυνατόν, [[επιτρέπω]]»].
|mltxt=[[ἀνεγχώρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] αδύνατον να πραγματοποιηθεί, [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> [[απαράδεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εγχωρώ]] «[[καθιστώ]] δυνατόν, [[επιτρέπω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεγχώρητος Medium diacritics: ἀνεγχώρητος Low diacritics: ανεγχώρητος Capitals: ΑΝΕΓΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anenchṓrētos Transliteration B: anenchōrētos Transliteration C: anegchoritos Beta Code: a)negxw/rhtos

English (LSJ)

ἀνεγχώρητον, impossible, Sch.Hermog. in Rh.7.135 W.

Spanish (DGE)

-ον
imposible ἀδύνατον καὶ ἀνεγχώρητον ποιεῖν τι τὸν υἱόν, ὧν οὐ ποιεῖ ὁ Πατήρ Gr.Naz.M.36.116C, cf. Hsch., Sch.Hermog. en Rh.7.135.

German (Pape)

[Seite 220] unzulässig, unmöglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγχώρητος: -ον, ἀνένδεκτον καὶ ἀνεγχώρητον, ὃ οὐκ ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ ὃ οὐκ ἐγχωρεῖ γίνεσθαι, ἀδύνατον, Γρηγ. Ναζ., Ἀθανάσ., Ρήτορες τόμ. 7. σ. 135. 25, ἔκδ. Walz. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνεγχώρητον· ἀμήχανον».

Greek Monolingual

ἀνεγχώρητος, -ον (Α)
1. εκείνος που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ανέφικτος
2. απαράδεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγχωρώ «καθιστώ δυνατόν, επιτρέπω»].