ἀπήρινος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apirinos
|Transliteration C=apirinos
|Beta Code=a)ph/rinos
|Beta Code=a)ph/rinos
|Definition=ον, (πηρίν) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[without scrotum]], restored (for [[ἀπύρηνος]]) by Coraeës in Archestr.8.9.</span>
|Definition=ἀπήρινον, ([[πηρίν]]) [[without scrotum]], restored (for [[ἀπύρηνος]]) by Coraeës in Archestr.8.9.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπήρῑνος) -ον [[sin escroto]] ἰχθύς Archestr.8.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπήρῑνος''': -ον, ([[πηρὶν]]) [[ἄνευ]] αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς [[ἀπύρηνος]] ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ [[αὐτοῦ]] εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.
|lstext='''ἀπήρῑνος''': -ον, ([[πηρὶν]]) [[ἄνευ]] αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς [[ἀπύρηνος]] ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπήρῑνος) -ον [[sin escroto]] ἰχθύς Archestr.8.9.
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήρῑνος Medium diacritics: ἀπήρινος Low diacritics: απήρινος Capitals: ΑΠΗΡΙΝΟΣ
Transliteration A: apḗrinos Transliteration B: apērinos Transliteration C: apirinos Beta Code: a)ph/rinos

English (LSJ)

ἀπήρινον, (πηρίν) without scrotum, restored (for ἀπύρηνος) by Coraeës in Archestr.8.9.

Spanish (DGE)

(ἀπήρῑνος) -ον sin escroto ἰχθύς Archestr.8.9.

German (Pape)

[Seite 290] (πηρίς), ἰχθύς, ohne Geschlechtstheile, Archestrat. bei Ath. VII, 299 a, nach Cor. Conj. für ἀπύρηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήρῑνος: -ον, (πηρὶν) ἄνευ αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς ἀπύρηνος ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.