ἀρίστευμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristevma | |Transliteration C=aristevma | ||
|Beta Code=a)ri/steuma | |Beta Code=a)ri/steuma | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[ἀριστεία]], [[deed of prowess]], Eust.115.14 (pl.), ''Gp.Praef.''2 (pl.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[hazaña]] Eust.115.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14. | |lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρίστευμα]], το (Μ) [[αριστεύω]]<br />το [[κατόρθωμα]], ο [[άθλος]], το [[ανδραγάθημα]]. | |mltxt=[[ἀρίστευμα]], το (Μ) [[αριστεύω]]<br />το [[κατόρθωμα]], ο [[άθλος]], το [[ανδραγάθημα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό hazaña Eust.115.14.
German (Pape)
[Seite 352] τό, = ἀριστεία, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίστευμα: τό, = ἀριστεία, ἔνδοξον κατόρθωμα, «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.
Greek Monolingual
ἀρίστευμα, το (Μ) αριστεύω
το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα.