ἀριστεία
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ᾰρ], Ion. ἀριστείη, ἡ, excellence, prowess, S.Aj.443, AP7.312 (Quadr.); γέρας ἀριστείας Alciphr.3.36: in plural, Gorg.Fr.11a, Pl.Lg. 942d: Il.5,ΙΙ,17 are called respectively Διομήδους, Ἀγαμέμνονος, Μενελάου ἀριστεία; cf. Cic.Att.16.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀριστείη Hdt.2.116, AP 7.312 (Asinius Quadratus)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 excelencia κράτος ἀριστείας el triunfo de ser el mejor S.Ai.443, ἡ αὐτῶν ἀ. Lycurg.71, τῆς ὅλης ἀριστείας ἀγωνιστής Pl.Lg.943b, τοῦ κατὰ τὴν ἀριστείαν ἐπαίνου D.S.4.34, ἀριστείας ... γέρας Alciphr.2.34.2, ἀριστείης σύμβολα AP.l.c., τὸ τῆς ἀριστείας ἆθλον D.C.35.2.
2 primer puesto, hazaña(s) ἐν Διομήδεος ἀριστείῃ Hdt.l.c., de donde Διομήδους, Ἀγαμέμνονος, Μενελάου ἀ. tít. de Il.5, 11, 17, cf. Cic.Att.419
•en plu. hechos gloriosos, hazañas Gorg.B 11a, αἱ ἀ. αἱ κατὰ πόλεμον hazañas bélicas Pl.Lg.942d, τὸν ἐπὶ ταῖς ἀριστείαις διδόμενον στέφανον Plu.2.202c, fig., de los padecimientos de los cristianos, Ast.Am.Hom.10.3.3.
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, ausgezeichnete Heldentat, die den Siegs preis erhält, ἀριστείας κράτος κρίνειν Soph. Ai. 438. In der Il. sind die Rhapsodien 5. 11. 17 ἀριστεία Διομήδους, Ἀγαμέμνονος, Μενελάου überschrieben. Auch sonst in Prosa, Plat. Legg. XII, 942 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
supériorité ; vaillance.
Étymologie: ἄριστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστεία: ион. ἀριστείη (ᾰ) ἡ доблесть, pl. доблестные деяния, подвиги Soph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστεία: ἡ, ὑπεροχή, ὑπεροχὴ ἐν ἀνδρείᾳ καὶ μεγαλοψυχίᾳ, γενναιότης, Σοφ. Αἴ. 443· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 942D· οὕτως αἱ ῥαψῳδίαι τῆς Ἰλ., ἐν αἷς ἡ ἀνδρεία τοῦ Διομήδους, τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τοῦ Μενελάου περιγράφεται (Ἰλ. Ε, Λ, Ρ), ἐπιγράφονται Διομήδους ἀριστεία, Ἀγαμέμνονος ἀριστεία, Μενελάου ἀριστεία.
Greek Monolingual
κ. ιων. -είη, η (Α) αριστεύω
1. υπεροχή, ανδρεία, γενναιότητα
2. ανδραγαθία (η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς σαν τίτλος για τις ραψωδίες Ε, «ἀριστεία Διομήδους», Λ, «ἀριστεία Ἀγαμέμνονος», Ρ, «ἀριστεία Μενελάου», της Ιλιάδας).
Greek Monotonic
ἀριστεία: ἡ,
1. υπεροχή, ανωτερότητα, γενναιοψυχία, σε Σοφ., Ομήρ. Ιλ. Ε, στην οποία περιγράφεται η ανδρεία του Διομήδη και τιτλοφορείται Διομήδους ἀριστεία.
Middle Liddell
excellence, prowess, Soph.: Il. 5, in which the prowess of Diomede is described, is called Διομήδους ἀριστεία.
Translations
excellence
Afrikaans: uitmuntendheid, voortreflikheid; Armenian: գերազանցություն; Bikol Central: bansay; Bulgarian: превъзходство; Catalan: excel·lència; Chinese Mandarin: 卓越; Choctaw: achukma; Czech: výtečnost; Dutch: uitmuntendheid, voortreffelijkheid, excellentie; Esperanto: brileco, bonegeco; French: excellence; Galician: excelencia, prominencia; German: Vortrefflichkeit; Greek: αριστεία, υπεροχή; Ancient Greek: ἀκρότης, ἀνδρεία, ἀξίωσις, ἀρειότης, ἀρετά, ἀρετή, ἀριστεία, ἀριστείη, ἄχνη, διαφορά, δοκιμότης, ἐκπρέπεια, ἐμπρέπεια, ἐνδοξότης, κορυφαιότης, τὸ χρήσιμον, ὑπεροχή; Hindi: कमाल; Irish: feabhas; Italian: eccellenza; Japanese: 優秀さ; Latin: excellentia; Latvian: izcilība; Macedonian: извонредност, превосходство; Malayalam: മികവ്, മേന്മ; Maori: panekiretanga, hiranga, huhuatanga; Occitan: excelléncia; Polish: świetność; Portuguese: excelência; Russian: превосходство; Spanish: excelencia, prestancia; Tamil: சிறப்பு, மேன்மை; Tocharian B: śpālmäññe